-
1 ρύθμιση
[ригмиси] ουσ. Θ. приведение в порядок, улаживание, устраивание, делать ритмично, в такт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρύθμιση
-
2 спор
η διαφωνί/α, η διαφορά, η διένεξη, ο τσακομόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спор
-
3 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
4 всесторонний
всесторонний ολόπλευρος λεπτομερειακός (подробный) \всестороннийее урегулирование η ολό πλευρη ρύθμιση* * *ολόπλευρος; λεπτομερειακός ( подробный)всесторо́ннее урегули́рование — η ολόπλευρη ρύθμιση
-
5 нормализация
нормализация ж η. διευθέτηση, η ρύθμιση· \нормализация международной обстановки η διευθέτηση της διεθνούς καταστησης* \нормализация отношений η εξομάλυνση των σχέσεων* * *жη διευθέτηση, η ρύθμισηнормализа́ция междунаро́дной обстано́вки — η διευθέτηση της διεθνούς κατάστησης
нормализа́ция отноше́ний — η εξομάλυνση των σχέσεων
-
6 регулирование
-я ουδ.ρύθμιση, κανόνισμα• τακτοποίηση ρεγουλάρισμα•регулирование уличного движения ρύθμιση της οδικής (τροχαίας) κίνησης•
регулирование мотора ρεγουλάρ ισμα του κινητήρα.
-
7 регулировка
-и θ.ρύθμιση, κανόνισμα, ρεγουλάρισμα• τακτοποίηση•регулировка движения поездов ρύθμιση της κίνησης των τρένων•
регулировка станка το ρεγουλάρισμα της εργατομηχανής.
-
8 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
9 автонастройка
(процесс) η αυτόματη ρύθμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автонастройка
-
10 автофазировка
η αυτόματη ρύθμιση των φάσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автофазировка
-
11 АПЧ
(автоматическая подстройка частоты) η αυτόματη ρύθμιση των συχνοτήτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > АПЧ
-
12 выверка
η ρύθμισηη διόρθωσηη ευθυγράμμιση· - на вертикальность (по отвесу) η στάθμιση, η κατακόρυφη ευθυγράμμιση- на горизонтальность (по уровню) το αλφά-διασμα, η οριζόντια ευθυγράμμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выверка
-
13 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
14 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
15 дифферентовка
η ζυγοστάθμιση/ρύθμιση της διαγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дифферентовка
-
16 доработка
1. (в производстве) η τελική επεξεργασία, η (απο)περάτωση 2. (оборудова-ния на месте эксплуатации) η τελική ρύθμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доработка
-
17 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
18 интерьер
1. (арх) η εσωτερική δια-ρύθμιση 2. (жив.) о πίνακας/η εικόνα που παριστάνει τον εσωτερικό χώρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерьер
-
19 корректировка
1. (поправка) η διόρθωση 2. (регулирование, подгонка) η ρύθμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректировка
-
20 мультивибратор
ο πολυδονητής· автоколебательный - αυτοταλαντευόμενος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мультивибратор
См. также в других словарях:
ρύθμιση — η / ῥύθμισις, ίσεως, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] η διάταξη σύμφωνα με έναν ορισμένο ρυθμό νεοελλ. 1. (σχετικά με πράγμα ή καταστάσεις) διευθέτηση, διακανονισμός, τακτοποίηση (α. «η ρύθμιση τών θεμάτων αυτών αναβλήθηκε» β. «επιτεύχθηκε η ρύθμιση τής τροχαίας… … Dictionary of Greek
ρύθμιση — η τακτοποίηση, διευθέτηση: Η ρύθμιση των προβλημάτων της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα βραδύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυθμίσῃ — ῥυθμίσηι , ῥύθμισις shaping fem dat sg (epic) ῥυθμίζω bring into a measure of time aor subj mid 2nd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time aor subj act 3rd sg ῥυθμίζω bring into a measure of time fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek